ἄμελξις

ἄμελξις
ᾰμελξις
1 milking Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμέλξεις — ἄμελξις milking fem nom/voc pl (attic epic) ἄμελξις milking fem nom/acc pl (attic) ἀμέλγω milk aor subj act 2nd sg (epic) ἀμέλγω milk fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμελξιν — ἄμελξις milking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμελξη — η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω] τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμέλξεως — ἀμέλξεω̆ς , ἄμελξις milking fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”